-
1 ἀχεύω
A grieving, mourning,ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων Il.9.612
, Od.2.23;κεῖτ' ἀχέων Il.2.724
;ἀχέουσά περ ἔμπης Od.15.361
, cf. Sapph.Supp.1.11: c. acc., κῆρ ἀχέων grieving in heart, Il.5.399; θυμὸν ἀχεύων ib. 869, 18.461, Hes. Op. 399: c. neut. Adj.,πυκινόν περ ἀχεύων Od.11.88
;μέγ' ἀχεύων 16.139
: c. gen. causae, τῆς ἀχέων sorrowing for her, Il.2.694, 18.446;Ὀδυσσῆος μέγ' ἀχεύων Od.16.139
; soἕνεκ' ἀλλοτρίων ἀχέων Il.20.298
;τοῦγ' εἵνεκα θυμὸν ἀχεύων Od.21.318
; laterἐπὶ σφετέροις ἀχέουσα παισί A.R.3.643
.II other forms (chiefly [dialect] Ep.):1 in causal sense, vex, annoy, redupl. [tense] aor. 2 [full] ἤκᾰχε (but part. ἀκαχών intr., grieving, Hes.Th. 868): hence redupl. [tense] pres. ἀκᾰχίζω, [tense] fut. ἀκαχήσω, [tense] aor. 1 ἀκάχησα: c. acc. pers.,μέγα δ' ἤκαχε λαόν Il.16.822
, cf. Od.16.427; ἐμὲ μεγάλως ἀκαχίζεις ib. 432; θανὼν ἀκάχησε τοκῆας by his death, Il.23.223;ἑ μάλιστα ἤκαχ' ἀποφθιμένη Od.15.357
;ἀκαχήσεις μηλοβοτῆρας h.Merc. 286
.2 [voice] Pass., [full] ἄχομαι, [full] ἄχνῠμαι, [full] ἀκᾰχίζομαι, imper. ἀκαχίζεο, -ίζεν, Il.6.486, Od. 11.486: [tense] pf.ἀκάχημαι 8.314
, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἀκηχέδαται (with v.l. ἀκηχέαται) Il.17.637; imper.ἀκάχησο A.R.4.1324
; inf.ἀκάχησθαι Il.19.335
; part. ἀκαχήμενος (accent. as a [tense] pres.) ib. 312, [dialect] Ep. alsoἀκηχέμενος 5.364
, 18.29: [tense] plpf.ἀκαχήατο 12.179
: [tense] aor. 2, [ per.] 3pl.ἀκάχοντο Od.16.342
; opt. ἀκαχοίμην, -οιτο, -οίμεθα, 1.236, Il.13.344, 16.16, etc.:—in later [dialect] Ep. [tense] pres. ἀκάχονται, [tense] impf. ἀκάχοντο, Q.S.3.224, 5.652:—Constr.: abs.,ἄχομαι Od.18.256
, 19.129;ἄχνυται Il. 18.62
; ἀχνύμενος, like ἀχέων or ἀχεύων, 1.103, 241, etc.;ἀχνυμένῃ κραδίῃ 24.584
;ἀχνύμενος κῆρ 7.428
, 431, etc.;ἀκαχήμενος ἦτορ Od. 9.62
, etc.;θυμὸν ἀκηχέμεναι Il.18.29
;ἀκαχήατο θυμόν 12.179
: less freq. c. dat.,ἀκαχίζεο θυμῷ 6.486
; alsoκῆρ ἄχνυται ἐν θυμῷ, ἄχνυτο.. θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν 6.524
, 14.38: c. gen. causae, grieve for, sts. with a part., ἀχνύμενός περ ἑταιροῦ, υἷος ἑοῖο, etc., 8.125, 24.550, etc.;σεῖο.. ἀχνύμεθα φθιμένοιο Od.11.558
, cf. 14.376, Il.16.16; less freq. c. dat.,οὔ κε θανόντι περ ὧδ' ἀκαχοίμην Od.1.236
;ἀχνυμένη περὶ παιδί h.Cer.77
: later c. acc., lament,τὸ δ' ἄχνυμαι Pi.P.7.16
;ἀχνύμενος μόρον Ἀντιγόνης S.Ant. 627
: with part.,ὁρόων ἀκάχημαι Od.8.314
, cf. Il.17.637;μή τι θανὼν ἀκαχίζευ Od.11.486
, cf. Il.6.486.—Once in Trag., S.l.c.; never in Prose.------------------------------------A utter, h.Cer.479, prob.l. in h.Hom.19.18;ἣν ἄτην ἀχέων Hes.Sc.93
codd.; ὕμνον ἀχέων lon Trag.39: [tense] fut.ἀχήσεται Trag.Adesp.237
.------------------------------------
См. также в других словарях:
συγχέω — ΝΜΑ 1. εκλαμβάνω κάτι αντί άλλου, δεν έχω σαφή αντίληψη τών γνωρισμάτων κάποιου, μπερδεύω (α. «μην συγχέεις τα πράγματα» β. «ταὐτὰ πάλιν γράμματα συγχεῑς», Ευρ.) 2. (σχετικά με τον νου) προκαλώ σύγχυση, επιφέρω ταραχή, διαταράσσω («μή μοι σύγχει… … Dictionary of Greek